κερασφόρος

κερασφόρος
α, ο [ος , ον ] 1. рогатый;

τα μεγάλα κερασφόρα ζώα — крупный рогатый скот;

2. (ο ) см. κερατάς 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κερασφόρος" в других словарях:

  • κερασφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρος — ο (ΑΜ κερασφόρος, ον) αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.) νεοελλ. αρχ. απατημένος σύζυγος, κερατάς αρχ. φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + φορος (< φόρος < …   Dictionary of Greek

  • κερασφόροις — κεράσφορος horned masc/fem/neut dat pl κερασφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόροισι — κεράσφορος horned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κερασφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρον — κερασφόρος masc/fem acc sg κερασφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρου — κεράσφορος horned masc/fem/neut gen sg κερασφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρους — κεράσφορος horned masc/fem acc pl κερασφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρων — κεράσφορος horned masc/fem/neut gen pl κερασφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρῳ — κεράσφορος horned masc/fem/neut dat sg κερασφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρα — κερασφόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασφόρε — κερασφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»